Ένα συμβολικό τίτλο, "Η μητέρα του σκύλου", έχει το καλύτερο ίσως βιβλίο του Παύλου Μάτεσι που έφυγε σε ηλικία 80 ετών από τη ζωή. Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικό μυθιστόρημα, που έχει χαρακτηριστεί θρίαμβος της τέχνης της αφήγησης αλλά και της πλοκής. Αφηγητής και ηρωίδα η Ρουμπίνη Μέσκαρη ή Ραραού, ένα πλάσμα από αυτά τα κακόμοιρα, που μας αφηγείται την ζωή της, από την παιδική της ηλικία στην Κατοχή (όπου η μάνα της αναγκάστηκε να κοιμάται με Ιταλούς για να τους θρέφει), μέχρι την εφηβεία της (στην Απελευθέρωση τη μάνα της τη διαπόμπευσαν), τα νιάτα της (ζητιάνεψαν στην Αθήνα με έναν ανάπηρο, δούλεψε κομπάρσος στα μπουλούκια), και τα γεράματά της (έχει σύνταξη ορφανού της Αντίστασης, ένα δυάρι και περιμένει και τη σύνταξη του κομπάρσου). Η Ραραού είναι ένα....
«αγαθό» αν και κουτοπόνηρο πλάσμα, δεν ξέρεις ποτέ αν σου λέει την αλήθεια ή παραλλάσσει την ιστορία κατά το συμφέρον της, πάλι δεν της το χεις ότι μπορεί να σου λέει και ψέματα. Διηγείται «τέρατα» με τον πιο καθημερινό τρόπο, κι όλα φιλτράρονται από την ανάγκη της να υπάρξει σε έναν κόσμο δύσκολο, που γίνεται ακόμα δυσκολότερος για ανθρώπους σαν κι αυτή. Ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής προς το τέλος μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις.
Είναι η ηρωίδα μια γυναίκα τιμωρήθηκε. Το αποδέχεται. Και μετατρέπει μόνη της την τιμωρία σε ισόβια: την "ακινησία". Μια γυναίκα-"στάσις". Και γύρω της η βουή και τα πάθη, να τα ριπίζει η τρέλα μεταμφιεσμένη σε αμέριμνο πουλί. Η κόρη της, ως επανάσταση για την τιμωρία, μεταμφιέζει με ψευδώνυμο την πόλη που αδίκησε τη μητέρα της, επιθέτει ψευδώνυμο και στον εαυτό της, βαφτίζεται "Ραραού" και καταφεύγουν πρόσφυγες στην πρωτεύουσα. Θύμα, και όχι ηρωίδα του βιβλίου αυτού, η Ραραού εγκαθίσταται στο Μελόδραμα και στο Κωμικό. Την ανάγκασαν να πιστέψει ότι δεν της επιτρέπεται να είναι τραγική, τα πάθη της δεν ανέρχονται σε επίπεδο μεγαλοπρέπειας. Τελικά, όμως, η Τραγωδία, έστω και με σπασμένη κόθορνο, την επισκέπτεται και τη μυρώνει. Γύρω στις δύο γυναίκες, θολή στο βάθος μια χώρα αδέσποτη. Και πρόσωπα πολλά, που πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε ως πρόσχημα για να γίνουν βιβλία τα δικά τους πάθη. Κατά τη διαδρομή του βιβλίου, οι λοιποί κάτοικοί του βαθμιαία ευτυχούν και εγκαταλείπουν ησυχασμένοι και το βιβλίο και τη Ραραού. Η χώρα παραμένει θολή και ακίνητη στο περιθώριο του βιβλίου. Το οποίο βιβλίο δεν αντέχει να παρακολουθήσει τη Ραραού ως το τέλος της: λιποταχτεί, την εγκαταλείπει να συνεχίσει μόνη της.
"Η μητέρα του σκύλου" περιγράφει συγκεκριμένα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 και της μεταπολεμικής εποχής. Καθώς όμως ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από τα γεγονότα αυτά, σαρκάζει και χλευάζει την κάθε αλήθεια με τρόπο ανατρεπτικό, για να καταλήξει, όπως σημειώνει ο Δημ. Τσατσούλης, «σε μια βαθιά τραγικότητα, αυτή που αντιπροσωπεύει το κεντρικό πρόσωπο, η Ραραού». Οι ποικίλες αφηγηματικές φωνές και οι διαφορετικές οπτικές γωνίες της αφήγησης στοχεύουν στην ανάδειξη των πολλαπλών όψεων της αλήθειας, που είναι και το ζητούμενο του μυθιστορήματος αυτού. Η αποστασιοποίηση του συγγραφέα από την αφήγηση δεν οδηγεί τον αναγνώστη στην ιστορική επιστημονική γνώση, αλλά στη μυθοπλαστική αλήθεια του κειμένου που ενέχει την έκσταση.
Ο κριτικός της εφημερίδας Die Welt αναφερόμενος στη Μητέρα του σκύλου γράφει: «Ο Μάτεσις δεν μας παρουσιάζει ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγησή του όμως είναι τόσο πλούσια σε πληροφορίες, σε λεπτομέρειες, τόσο ακριβής και ταυτόχρονα ποιητική, που η κάθε του σελίδα μας συγκινεί και μας καθηλώνει».
"Η μητέρα του σκύλου" κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε ειδική συλλεκτική έκδοση, σε αριθμημένα δερματόδετα αντίτυπα υπογεγραμμένα από τον συγγραφέα. Το έργο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1990 και παραμένει έκτοτε ένα από τα εκλεκτά μυθιστορήματα των Ελλήνων αλλά και των ξένων αναγνωστών, έχει πραγματοποιήσει ήδη στην Ελλάδα πενήντα εκδόσεις, έχει μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες και έχει αποσπάσει εύλογα την καθολική αναγνώριση του βιβλιοφιλικού κοινού. Πρόσφατα, μάλιστα, συγκαταλέχθηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία οφείλει να έχει διαβάσει κάθε άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου:
«αγαθό» αν και κουτοπόνηρο πλάσμα, δεν ξέρεις ποτέ αν σου λέει την αλήθεια ή παραλλάσσει την ιστορία κατά το συμφέρον της, πάλι δεν της το χεις ότι μπορεί να σου λέει και ψέματα. Διηγείται «τέρατα» με τον πιο καθημερινό τρόπο, κι όλα φιλτράρονται από την ανάγκη της να υπάρξει σε έναν κόσμο δύσκολο, που γίνεται ακόμα δυσκολότερος για ανθρώπους σαν κι αυτή. Ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής προς το τέλος μας επιφυλάσσει κάποιες εκπλήξεις.
Είναι η ηρωίδα μια γυναίκα τιμωρήθηκε. Το αποδέχεται. Και μετατρέπει μόνη της την τιμωρία σε ισόβια: την "ακινησία". Μια γυναίκα-"στάσις". Και γύρω της η βουή και τα πάθη, να τα ριπίζει η τρέλα μεταμφιεσμένη σε αμέριμνο πουλί. Η κόρη της, ως επανάσταση για την τιμωρία, μεταμφιέζει με ψευδώνυμο την πόλη που αδίκησε τη μητέρα της, επιθέτει ψευδώνυμο και στον εαυτό της, βαφτίζεται "Ραραού" και καταφεύγουν πρόσφυγες στην πρωτεύουσα. Θύμα, και όχι ηρωίδα του βιβλίου αυτού, η Ραραού εγκαθίσταται στο Μελόδραμα και στο Κωμικό. Την ανάγκασαν να πιστέψει ότι δεν της επιτρέπεται να είναι τραγική, τα πάθη της δεν ανέρχονται σε επίπεδο μεγαλοπρέπειας. Τελικά, όμως, η Τραγωδία, έστω και με σπασμένη κόθορνο, την επισκέπτεται και τη μυρώνει. Γύρω στις δύο γυναίκες, θολή στο βάθος μια χώρα αδέσποτη. Και πρόσωπα πολλά, που πιστεύουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε ως πρόσχημα για να γίνουν βιβλία τα δικά τους πάθη. Κατά τη διαδρομή του βιβλίου, οι λοιποί κάτοικοί του βαθμιαία ευτυχούν και εγκαταλείπουν ησυχασμένοι και το βιβλίο και τη Ραραού. Η χώρα παραμένει θολή και ακίνητη στο περιθώριο του βιβλίου. Το οποίο βιβλίο δεν αντέχει να παρακολουθήσει τη Ραραού ως το τέλος της: λιποταχτεί, την εγκαταλείπει να συνεχίσει μόνη της.
"Η μητέρα του σκύλου" περιγράφει συγκεκριμένα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 και της μεταπολεμικής εποχής. Καθώς όμως ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από τα γεγονότα αυτά, σαρκάζει και χλευάζει την κάθε αλήθεια με τρόπο ανατρεπτικό, για να καταλήξει, όπως σημειώνει ο Δημ. Τσατσούλης, «σε μια βαθιά τραγικότητα, αυτή που αντιπροσωπεύει το κεντρικό πρόσωπο, η Ραραού». Οι ποικίλες αφηγηματικές φωνές και οι διαφορετικές οπτικές γωνίες της αφήγησης στοχεύουν στην ανάδειξη των πολλαπλών όψεων της αλήθειας, που είναι και το ζητούμενο του μυθιστορήματος αυτού. Η αποστασιοποίηση του συγγραφέα από την αφήγηση δεν οδηγεί τον αναγνώστη στην ιστορική επιστημονική γνώση, αλλά στη μυθοπλαστική αλήθεια του κειμένου που ενέχει την έκσταση.
Ο κριτικός της εφημερίδας Die Welt αναφερόμενος στη Μητέρα του σκύλου γράφει: «Ο Μάτεσις δεν μας παρουσιάζει ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγησή του όμως είναι τόσο πλούσια σε πληροφορίες, σε λεπτομέρειες, τόσο ακριβής και ταυτόχρονα ποιητική, που η κάθε του σελίδα μας συγκινεί και μας καθηλώνει».
"Η μητέρα του σκύλου" κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε ειδική συλλεκτική έκδοση, σε αριθμημένα δερματόδετα αντίτυπα υπογεγραμμένα από τον συγγραφέα. Το έργο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1990 και παραμένει έκτοτε ένα από τα εκλεκτά μυθιστορήματα των Ελλήνων αλλά και των ξένων αναγνωστών, έχει πραγματοποιήσει ήδη στην Ελλάδα πενήντα εκδόσεις, έχει μεταφραστεί σε δεκατρείς γλώσσες και έχει αποσπάσει εύλογα την καθολική αναγνώριση του βιβλιοφιλικού κοινού. Πρόσφατα, μάλιστα, συγκαταλέχθηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία οφείλει να έχει διαβάσει κάθε άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).
Το πολυβραβευμένο και μεταφρασμένο σε
περισσότερες από 13 γλώσσες μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι που αγαπήθηκε όσο λίγα, διασκευάστηκε και για τη σκηνή του θεάτρου!
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου:
"Η μητέρα μου δεν
έλεγε να βγει από το σπίτι. Εκτός από κανένα βραδάκι, όταν τη φώναζε η κυρία
Κανέλλω να κάνουν λίγη παρέα, είτε να τη βοηθήσει στην μπουγάδα, ξέβγαλμα. Στο
μεταξύ είχανε χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα, ο κατακτητής είχε καταλάβει πως ήμαστε
υπάκουοι κατεχόμενοι και η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο
κινηματόγραφος άρχισε πάλι, βέβαια όλο γερμανικές οπερέττες με τη Μαρίκα Ρεκ και
ουγγαρέζικα κοινωνικά με τον Πωλ Γιαβόρ και την Καταλίνα Καράντυ βάζανε, και
κάτι λίγα ιταλικά.
Στον κινηματόγραφο πήγαινα
με τον Φάνη μας, μας έμπαζε τζάμπα ο κύριος Βιττόριο, της Καραμπινερίας και
αυτός, αντικαταστάτης του κυρ Άλφιο, που είχε γυρίσει στην πατρίδα του τότε. Το
εισιτήριο ήτανε φτηνό, γενική είσοδος πέντε εκατομμύρια, πολύ φτηνό αν σκεφτείς
πως ένα κουτί σπίρτα είχε τρία εκατομμύρια, αλλά εμείς πού να τα βρούμε. Γέμιζα
σταφίδα την τσέπη του Φάνη μας και πηγαίναμε πέντε μ’ εφτά. Προτού μπούμε
ρωτούσαμε τον μπάρμπα-Γρηγόρη στην είσοδο, φαΐ έχει; Και μπαίναμε.
Διότι διαλέγαμε έργα όπου
έδειχναν φαγητό. Στα κοινωνικά, δεν τρώγανε. Στις οπερέττες όμως είχε πάντα
σκηνές με επίσημα δείπνα, τραπέζι φορτωμένο φαγιά, και οι πρωταγωνιστές όλο να
μιλάνε και να μην τρώνε καθόλου. Αφού μια μέρα ένας θεατής φωνάζει του Βίλλυ
Φριτς στην οθόνη, φάτε και τίποτα μωρέ! Ο κόσμος παρακολουθούσε και αναγλειφόταν
με τα φαγιά, κι έβαλε τα γέλια μόλις τ’ άκουσε αυτό. Όμως ένας Γερμανός φαντάρος
που έβλεπε το έργον νόμισε πως του βρίσανε την πατρίδα του και τον εξέρανε στις
μπουνιές τον ανθρωπάκο που το φώναξε.
Μ’ αυτά τα έργα χορταίναμε,
γιατί είχε και δεύτερη σκηνή φαγητού, όταν ο αστέρας πήγαινε την πρωταγωνίστρια
σε εστιατόριο, ή σε σεπαρέ, για να την αποπλανήσει. Στην αρχή όλο έπιναν και το
κοινό θύμωνε. Μετά όμως ερχόταν και το φαγητό. Πολύ άνοστα πράματα έμοιαζαν, όλο
στρείδια, χαβιάρια, εγώ από τότε σιχαίνομαι τα θαλασσινά. Φασολάδα ή ψητό, είτε
κεφαλάκι στον φούρνο, δεν τρώγανε ποτέ. Σ’ ένα έργο μόνο φάγανε κάτι αυγά.
Πολλές φορές, όταν τέλειωναν οι σκηνές με τα φαγιά, με τραβολογούσε ο Φάνης να
φύγουμε, γιατί μετά όλο ερωτικές σκηνές και σαλιαρίσματα είχε, από τότε φαίνεται
καταδίκασα γενικώς τον έρωτα· γενικώς τον θεωρούσα λιγάκι σαν εγχείρηση στο
κρεβάτι, κι ας πλαντάζει ο αρσενικός απάνω μου, ακόμα και σήμερα
δηλαδή".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου