Κάποιος κυνηγός πήγε για κυνήγι. Ένα πρωί σηκώνεται και πάει στο ποτάμι για κυνήγι. Του βγήκε μια αλεπού και τη σκότωσε. Αλλά υπήρχε και μια αρκούδα με δύο μικρά. Και η αρκούδα φοβήθηκε και έτρεξε να φύγει. Και το ένα μικρό μαζί της πάει. Το άλλο πιάνει ένα στραβό δρόμο.
Πήγαινε, πήγαινε, φτάνει σε ένα γκρεμό. Δε μπορεί να ανεβεί και ο κυνηγός το παίρνει και το πάει στο σπίτι του. Και το τάιζε σαν τα δικά του τα παιδιά.
Ήρθε καιρός που έγινε πόλεμος και τον άνθρωπο τον πήραν στον πόλεμο. Τα παιδιά του μείνανε και άρχισαν να τρώνε μαζί με την αρκούδα.
Ήρθε ο καιρός που γύρισε ο άνθρωπος από τον πόλεμο. Αλλά είχε σκοτώσει δύο άτομα στον πόλεμο. Ο αδελφός αυτού που σκότωσε έμαθε ποιος τον είχε σκοτώσει.
Ετοιμάστηκε να πάει στο χωριό του για να τον σκοτώσει.
Αυτός όταν ήρθε από τον πόλεμο πάει για κυνήγι στο ποτάμι. Και άφησε ελεύθερη την αρκούδα αυτή που τάιζε και μεγάλωνε. Και η μάνα της τη βρήκε και τη ρώταγε.
- Έτσι κι έτσι, ο κυνηγός με πήρε στο χέρι και με πήγε στο σπίτι του. Όπως τάιζε τα παιδιά του κι εμένα το ίδιο με τάιζε. Και έφυγε στον πόλεμο. Όταν γύρισε με πήρε και με έφερε πάλι εδώ.
Ο κυνηγός πήγε και το άφησε στο ίδιο μέρος που το είχε πάρει. Όταν έφευγε ο κυνηγός ήτανε πολύ αργά. Αυτός που είχε πάει να τον σκοτώσει ήταν κρυμμένος. Όπως προχωρούσε σήκωσε το όπλο για να τον σκοτώσει.
Αλλά η αρκούδα ήταν κρυμμένη πίσω από αυτόν. Όπως σήκωσε το όπλο η αρκούδα με μία πέτρα τον χτύπησε. Kαι έμεινε επί τόπου. Και η αρκούδα λέει στον κυνηγό:
- Εμείς από δω και πέρα θα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι.
Από το βιβλίο του Αλη Ρογγο ''Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής Ξάνθης'' εκδ. Οδυσσέας 2004
Πήγαινε, πήγαινε, φτάνει σε ένα γκρεμό. Δε μπορεί να ανεβεί και ο κυνηγός το παίρνει και το πάει στο σπίτι του. Και το τάιζε σαν τα δικά του τα παιδιά.
Ήρθε καιρός που έγινε πόλεμος και τον άνθρωπο τον πήραν στον πόλεμο. Τα παιδιά του μείνανε και άρχισαν να τρώνε μαζί με την αρκούδα.
Ήρθε ο καιρός που γύρισε ο άνθρωπος από τον πόλεμο. Αλλά είχε σκοτώσει δύο άτομα στον πόλεμο. Ο αδελφός αυτού που σκότωσε έμαθε ποιος τον είχε σκοτώσει.
Ετοιμάστηκε να πάει στο χωριό του για να τον σκοτώσει.
Αυτός όταν ήρθε από τον πόλεμο πάει για κυνήγι στο ποτάμι. Και άφησε ελεύθερη την αρκούδα αυτή που τάιζε και μεγάλωνε. Και η μάνα της τη βρήκε και τη ρώταγε.
- Έτσι κι έτσι, ο κυνηγός με πήρε στο χέρι και με πήγε στο σπίτι του. Όπως τάιζε τα παιδιά του κι εμένα το ίδιο με τάιζε. Και έφυγε στον πόλεμο. Όταν γύρισε με πήρε και με έφερε πάλι εδώ.
Ο κυνηγός πήγε και το άφησε στο ίδιο μέρος που το είχε πάρει. Όταν έφευγε ο κυνηγός ήτανε πολύ αργά. Αυτός που είχε πάει να τον σκοτώσει ήταν κρυμμένος. Όπως προχωρούσε σήκωσε το όπλο για να τον σκοτώσει.
Αλλά η αρκούδα ήταν κρυμμένη πίσω από αυτόν. Όπως σήκωσε το όπλο η αρκούδα με μία πέτρα τον χτύπησε. Kαι έμεινε επί τόπου. Και η αρκούδα λέει στον κυνηγό:
- Εμείς από δω και πέρα θα είμαστε οι καλύτεροι φίλοι.
Από το βιβλίο του Αλη Ρογγο ''Παραμύθια και τραγούδια των Πομάκων της Ορεινής Ξάνθης'' εκδ. Οδυσσέας 2004
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου