Ο Επιτάφιος είναι ο σπαρακτικός θρήνος της μάνας ενώπιον του θανάτου του υιού της και μια από τις κορυφαίες ποιητικές στιγμές του 20ου αιώνα.
Ήταν 9 Μαΐου 1936. Οι καπνεργάτες διαδήλωναν ζητώντας αύξηση και στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν διάσπαρτες συγκεντρώσεις. Σε μια από αυτές στην διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου ήταν ένα απόσπασμα από χωροφύλακες που χωρίς προειδοποίηση άνοιξαν πυρ.
Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες. Την επομένη, ο Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε με ένα πρωτοσέλιδο αφιερωμένο στο μακελειό της προηγούμενης μέρας και με μια φωτογραφία που προκάλεσε αίσθηση. Μια μάνα θρηνούσε πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της Τάσου Τούση.
Ο Γιάννης Ρίτσος κλείστηκε για δύο ημέρες στη σοφίτα του στην οδό Μεθώνης και έγραφε. Την 3η ημέρα παρέδωσε τα τρία πρώτα αποσπάσματα από τα συνολικά 20 που αποτελούσαν το συνολικό έργο.
Το προλόγισε ο ίδιος ο ποιητής:
(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου