Τη νύχτα στο χωριό τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ. Κανείς δεν τολμά να βγει έξω. Φοβούνται τους λύκους που περιφέρονται στο δάσος. Κανείς δεν ξέρει αν είναι άγριοι ή ήμεροι, αλλά και κανείς δεν μπορεί να τους σκοτώσει. Ήταν άλλωστε η τελευταία επιθυμία μιας γυναίκας, της Μαριάννας, που έζησε πριν από διακόσια περίπου χρόνια σε αυτό το χωριό. "Μην τους πειράξετε!" είχε πει τότε. Κι όλοι σεβάστηκαν την επιθυμία της.
Εκεί στην Βόθη νοίκιασαν ένα σπιτάκι ο Λούης και οι γονείς του αφήνοντας πίσω την πόλη, το σχολείο και τους φίλους
Το σπίτι που νοίκιασαν ήταν χτισμένο στο ψηλότερο σημείο του βουνού, λίγο μακριά από τα υπόλοιπα σπίτια, σχεδόν κρυμμένο, λόγω των ψηλών δέντρων γύρω του. Καθημερινά, δήθεν τυχαία, περνούσαν διάφοροι και σταματούσαν για μια καλημέρα. Ποτέ όμως δεν αρκούνταν μόνο σ’ αυτή.
– Κινδυνεύετε! Φύγετε από το χωριό!
Ήταν τα τελευταία τους λόγια χωρίς ουσιαστικά να τους εξηγούν το λόγο. Όταν οι χωριανοί είδαν ότι οι γονείς του Λούη αγνοούσαν τις προειδοποιήσεις τους, άλλαξαν τακτική. Έπαψαν να τους μιλάνε».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά για τον Λούη, μόλις δέκα ετών. Τα παιδιά στο προαύλιο τον κοίταζαν περίεργα και όταν μπήκαν στην τάξη κανένα παιδί δεν του είπε «καλημέρα». Μόνο η Άννα ακούστηκε δειλά να του λέει «καλημέρα». Ο Λούης της χαμογέλασε και από κείνη τη μέρα έγιναν αχώριστοι φίλοι. Βλέπετε η Άννα ήταν κι εκείνη ξένη σε τούτο τον τόπο. Μόλις πέρυσι αποφάσισαν να ζήσουν στο χωριό γιατί ο καθαρός αέρας θα έκανε καλό στην υγεία της. Το σπίτι της ήταν κληρονομιά της μαμάς της και ήταν το τελευταίο σπίτι στο δάσος.
Ο Λούης και η Άννα στο μυθιστόρημα ''Η κραυγή των λύκων'' των Βασίλη Κουτσιαρή και Γιάννη Διακομανώλη θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το κουβάρι του μυστηρίου. Γρήγορα θα διαπιστώσουν πως δεν πρόκειται για θρύλο, αλλά για μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, μίσους, εκδίκησης, πέρα για πέρα αληθινή.
Άραγε θα καταφέρουν να φτάσουν ως το τέλος ή η κατάρα είναι τόσο ισχυρή, που θα παγιδέψει και τους ίδιους;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου