Το λιοντάρι της Νεμέας, σύμφωνα με τον μύθο, το ανέθρεψε η Ήρα ή η Σελήνη που της το παραχώρησε η Ήρα και το άφησε στα δάση της Νεμέας. Ζούσε σε μια σπηλιά στο όρος Τρητόν, ένα από τα τρία βουνά που σχημάτιζαν την κοιλάδα της Αρχαίας Νεμέας.
Ήταν επιθετικό και κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα.
Ο βασιλιάς της Τίρυνθας Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να το σκοτώσει και αυτός θα ήταν ο πρώτος από τους δώδεκα άθλους του.
Όταν ο Ηρακλής έφθασε στη Νεμέα και είδε το λιοντάρι να έρχεται καταπάνω του, του έριξε ένα τόξο. Όμως, δεν το εξόντωσε, αφού το δέρμα του ήταν τόσο σκληρό και δεν μπορούσε να τρυπηθεί με κανένα όπλο. Τότε, εφάρμοσε άλλο σχέδιο.
Είδε ότι η σπηλιά που κρυβόταν το λιοντάρι είχε δύο εισόδους. Έσπευσε να κλείσει τη μία είσοδο με έναν βράχο και να μπορέσει να το εγκλωβίσει. Πήδηξε πάνω του και με το ρόπαλό του το χτύπησε δυνατά στο κεφάλι.
Αφού πάλεψε μαζί του για ώρα, το έπνιξε.
Προσπάθησε να το γδάρει, αλλά ήταν αδύνατο. Η θεά Αθηνά του συνέστησε να χρησιμοποιήσει τα δόντια του ίδιου του ζώου και έτσι κατάφερε να του πάρει το δέρμα, τη λεοντή.
Ο Ηρακλής φόρεσε τη λεοντή πάνω από την πλάτη του και για περικεφαλαία έβαλε το δέρμα του κεφαλιού. Όταν εμφανίστηκε έτσι στον Ευρυσθέα, εκείνος τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί μέσα σε ένα πιθάρι. Ο βασιλιάς και ο κόσμος όμως φοβήθηκαν από την τρομερή φήμη του ήρωα και δεν του επέτρεψαν να μπει στην πόλη αναγκάζοντάς τον έτσι να μείνει εκτός των τειχών της Τίρυνθας.
Λέγεται πως το αίμα που έτρεξε από το σώμα του Ηρακλή, όταν το λιοντάρι της Νεμέας τον έγδαρε, έβαψε με κόκκινο χρώμα τα σταφύλια που βρίσκονταν εκεί. Έτσι, θεωρείται ότι το κρασί της Νεμέας έγινε ξεχωριστό καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο εκλεκτά της Ελλάδας.
Ο Ηρακλής δεν σκότωσε μόνο ένα λιοντάρι. Στο βουνό Κιθαιρώνας, στα σύνορα Βοιωτίας και Μεγαρίδας, ζούσε ένα λιοντάρι που έτρωγε τα βόδια και καταπατούσε τα εδάφη του βασιλιά Θέσπιου. Εκείνος ζήτησε από τον Ηρακλή να σκοτώσει το θηρίο. Αφού το κυνήγησε για 50 ημέρες, κατάφερε να το πιάσει και να το εξοντώσει.
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, οι μάχες του Ηρακλή με τα δύο λιοντάρια συμβόλιζαν την πάλη του ανθρώπου με τον εγωισμό του και τα ζωώδη ένστικτά του με την δύναμη του νου και της ψυχικής θέλησης.
Είδε ότι η σπηλιά που κρυβόταν το λιοντάρι είχε δύο εισόδους. Έσπευσε να κλείσει τη μία είσοδο με έναν βράχο και να μπορέσει να το εγκλωβίσει. Πήδηξε πάνω του και με το ρόπαλό του το χτύπησε δυνατά στο κεφάλι.
Αφού πάλεψε μαζί του για ώρα, το έπνιξε.
Προσπάθησε να το γδάρει, αλλά ήταν αδύνατο. Η θεά Αθηνά του συνέστησε να χρησιμοποιήσει τα δόντια του ίδιου του ζώου και έτσι κατάφερε να του πάρει το δέρμα, τη λεοντή.
Ο Ηρακλής φόρεσε τη λεοντή πάνω από την πλάτη του και για περικεφαλαία έβαλε το δέρμα του κεφαλιού. Όταν εμφανίστηκε έτσι στον Ευρυσθέα, εκείνος τρόμαξε και έτρεξε να κρυφτεί μέσα σε ένα πιθάρι. Ο βασιλιάς και ο κόσμος όμως φοβήθηκαν από την τρομερή φήμη του ήρωα και δεν του επέτρεψαν να μπει στην πόλη αναγκάζοντάς τον έτσι να μείνει εκτός των τειχών της Τίρυνθας.
Λέγεται πως το αίμα που έτρεξε από το σώμα του Ηρακλή, όταν το λιοντάρι της Νεμέας τον έγδαρε, έβαψε με κόκκινο χρώμα τα σταφύλια που βρίσκονταν εκεί. Έτσι, θεωρείται ότι το κρασί της Νεμέας έγινε ξεχωριστό καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο εκλεκτά της Ελλάδας.
Ο Ηρακλής δεν σκότωσε μόνο ένα λιοντάρι. Στο βουνό Κιθαιρώνας, στα σύνορα Βοιωτίας και Μεγαρίδας, ζούσε ένα λιοντάρι που έτρωγε τα βόδια και καταπατούσε τα εδάφη του βασιλιά Θέσπιου. Εκείνος ζήτησε από τον Ηρακλή να σκοτώσει το θηρίο. Αφού το κυνήγησε για 50 ημέρες, κατάφερε να το πιάσει και να το εξοντώσει.
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, οι μάχες του Ηρακλή με τα δύο λιοντάρια συμβόλιζαν την πάλη του ανθρώπου με τον εγωισμό του και τα ζωώδη ένστικτά του με την δύναμη του νου και της ψυχικής θέλησης.
Η εξόντωση του λιονταριού της Νεμέας συμβολίζει τη νίκη του γενναίου ανθρώπου (Ηρακλή) να νικήσει τα άγρια, ζωώδη ένστικτά του (λιοντάρι) με τη νοηματική του ισχύ (ρόπαλο), που είναι η ακλόνητη ψυχική θέληση.
Στη φωτογραφία ο Ηρακλής και το λιοντάρι της Νεμέας στον μελανόμορφο αμφορέα με λαιμό που αποδίδεται στην ομάδα του Πολύφημου, περίπου 560-540 πΧ, και βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου