δυο σκυλιά επολεμούσαν:
κοπρόσκυλα-μαντρόσκυλα ήταν η μια η φάρα,
κι η άλλη ήταν τα σκυλιά που σα σκυλιά δουλεύαν.
Στων σκύλων τον αιώνα
τ' αφεντικό τους ένα
κι όλοι δούλευανε γι' αυτό,
μα κάποιοι δεν το θέλαν.
Κάποια σκυλιά γλύφαν το χέρι που ταΐζει
κι άλλα το φτύνανε σαν βλέπαν να σαπίζει.
Κι είπε ο αφέντης στα σκυλιά της μάντρας και του κόπρου:
"Αν θέτε να 'χετε φαΐ βρείτε τους αποστάτες
και φάτε από τις σάρκες τους κι από το αίμα πιείτε,
να ιδείτε πόσο πιο γλυκό
θα σας φανεί το φαγητό,
και γλύφτε και το χέρι μου.".
Την άλλη μέρα τα σκυλιά...
τρωγόνταν μεταξύ τους:
φίλοι κι αδέρφια, συγγενείς,
μάνες, παιδιά, όλοι μαζί.
Στο τέλος έμειναν δυο σκύλοι ετοιμοθάνατοι,
με το λεπίδι ο καθενείς στου αλλουνού την καρωτίδα.
Ούτε και τότε σκέφτηκαν τις λάμες να πετάξουν
ή να τις χώσουν στην καρδιά του σκυλοαφεντικού τους.
Εκείνος παρατήραγε σε μια γωνιά του δρόμου
κι είχε τα δόντια έτοιμα για των σκυλιών τη σάρκα,
κι είχε τη γλώσσα έτοιμη για των σκυλιών το αίμα.
Και δεν τον ένοιαζε σκυλιά αν δε ματάβρει,
γιατί σκυλί ήταν κι αυτός και σκύλους θα γεννούσε,
δύο παιδιά θα έκανε: τον Άντρα και τον Πούστη.
Και σαν ξαναμεγάλωναν στη μάχη θα τα έσπρωχνε
κι αυτός θα παρατήραγε σε μια γωνιά του δρόμου.
Και θα 'χε δόντια έτοιμα για των παιδιών τη σάρκα,
και θα 'χε γλώσσα έτοιμη για των παιδιών το αίμα.
Κι αυτή η σάρκα, κι αυτό το αίμα
- των παιδιών του- ήταν τροφή του,
αυτού του σκύλου του κανίβαλου. Του Πούστη.
Ξάφνου, τα δυο αδέρφια,
σκυλιά ετοιμοθάνατα,
τραβήξαν τα λεπίδια απ' τους λαιμούς τους
κι ευθύς τα πέταξαν σε μια γωνιά του δρόμου.
Κι έκανε η Τύχη και η Δίκη, σε τούτη τη γωνιά
να στέκετ' ένας Πούστης, να στέκεται τ' αφεντικό.
Και δυο λεπίδια του καρφώθηκαν στη σάρκα,
και δυο λεπίδια τονε γιώμισαν με αίμα.
Ευθύς εκείνος σαν αντίκρισε τη σάρκα του,
ευθύς εκείνος σαν αντίκρισε το αίμα του,
τα δόντια πρόβαλε, τη γλώσσα πρόβαλε,
και άρχισε να τρώει τη σάρκα του,
και άρχισε το αίμα του να πίνει,
μαθημένος στη δουλειά μονάχα ετούτη.
Ώσπου ψόφησε.
Τα δυο σκυλιά, τα δυο αδέρφια
μαζευτήκαν από πάνω του.
Κι αφού αγκαλιάστηκαν, κι αφού φιλήθηκαν,
τα ίδια χείλη βάλαν μπρος τον Πούστη να τον φάνε,
τον Πούστη το νεκρό.
Στο τέλος δεν εμείναν ούτε κόκαλα.
Και με τη σάρκα του στα δόντια τους,
και με το αίμα του στη γλώσσα τους,
βαλθήκανε να τρώγονται ως κάνανε πριν λίγο.
Στο τέλος απομείνανε μόνο τα κόκαλά τους.
αραδιασμένα σ' ένα σχήμα που 'γραφε κάτι τέτοιο:
"Ψωμί - Ελευθερία"
και είχε για τόνους τα καυκάλια τους.
Από την ποιητική συλλογή "Τα κονσέρτα των ψυχών" του Άρη Μανουρά
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου