Μα κι οι ψαράδες έχουν να λένε...Ίδια πεθαμένος ανεβαίνει ο ψαράς στο Μοναστήρι. «Σκυλόψαρα, Δεσπότη μου. Ούτε λέπι στη θάλασσα. Κι είναι με ψωμί μονάχα τέσσερις βδομάδες τα παιδιά. Να βγω να ζητιανέψω ντρέπομαι. Κι όταν έρθουν οι σκύλοι, για πέντε χρόνια ψάρι δεν υπάρχει στη θάλασσα».
«Φέρε τα σύνεργά σου», λέει ο Δεσπότης. Ίδιο πουλί τρέχει κάτω ο ψαράς.
Το δειλινό φέρνει κοφίνια και... σπόγγους. Τα πιάνει στα χέρια του ο Δέσποτας, τα πάει εκεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Τα δείχνει στο Χριστό, στην Κυρά Παναγιά. Δεν είναι σκέτα σύνεργα αυτά. Είναι το φαΐ της φαμελιάς! «Πάρτα και πήγαινε και ρίξε τα στη θάλασσα», λέει στον ψαρά. Σε δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω νάτος ολόχαρος ο ψαράς με δύο συναγρίδες εκεί στα χέρια. «Φύγανε οι σκύλοι και γιόμισε ψάρι η θάλασσα», φωνάζει από μακριά.
Μα κι άλλοι ψαράδες παραπονέθηκαν στο Δέσποτα πως λέπι δε πιάνουνε μια κι ένα μεγάλο ψάρι τους χαλά τα δίχτυα. Κι είναι φτωχοί άνθρωποι κι οι φαμελιές πεινούν. Σ’ ένα πανέρι τού κουβαλούνε μια κουλούρα δίχτυ. Το ευλόγησε. Και κόντεψε το δίχτυ να σκιστεί. Τόσα τα ψάρια πούπιασαν
Το δειλινό φέρνει κοφίνια και... σπόγγους. Τα πιάνει στα χέρια του ο Δέσποτας, τα πάει εκεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Τα δείχνει στο Χριστό, στην Κυρά Παναγιά. Δεν είναι σκέτα σύνεργα αυτά. Είναι το φαΐ της φαμελιάς! «Πάρτα και πήγαινε και ρίξε τα στη θάλασσα», λέει στον ψαρά. Σε δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω νάτος ολόχαρος ο ψαράς με δύο συναγρίδες εκεί στα χέρια. «Φύγανε οι σκύλοι και γιόμισε ψάρι η θάλασσα», φωνάζει από μακριά.
Μα κι άλλοι ψαράδες παραπονέθηκαν στο Δέσποτα πως λέπι δε πιάνουνε μια κι ένα μεγάλο ψάρι τους χαλά τα δίχτυα. Κι είναι φτωχοί άνθρωποι κι οι φαμελιές πεινούν. Σ’ ένα πανέρι τού κουβαλούνε μια κουλούρα δίχτυ. Το ευλόγησε. Και κόντεψε το δίχτυ να σκιστεί. Τόσα τα ψάρια πούπιασαν
Ο Άγιος Νεκτάριος φθάνει στο ψαράδικο νησί της Αίγινας, το τέλος του καλοκαιριού του 1904.
Το τμήμα είναι από το βιβλίο της Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη: "Ο Άγιος Νεκτάριος και οι άνθρωποι του Σαρωνικού" ...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου