Το παιδί πήρε πάλι ασφάκες και τις πούλησε, και καθώς γύριζε, ηύρε κάτι παιδιά, που σκότωναν ένα σκυλί, και τους είπε: «Νάτε έναν παρά και μην το σκοτώνετε!» Πήραν τα παιδιά τον παρά κι αφήκαν το σκυλί. Τότες αυτό...
τον εκυνήγησε πάλι. Το παιδί πήγε στη μάνα του και τσ' είπ' όσα έκαμε. Και πάλι τον εμάλωσ' η μάνα του, καθώς και πρώτα. Πήρε πάλι ασφάκες και τις πούλησε κι όντας γύριζε, ηύρε κάτι παιδιά, που σκότωναν μια γάτα, και τους είπε: «Μην την σκοτώνετε, να σας δώκω έναν παρά!» Και τους έδωσε τον παρά, κι άφηκαν τη γάτα. Και καθώς πήγε στο σπίτι του, είπε της μάνας του πάλι όσα έκαμε, κι αυτή τον εμάλωσε και του είπε: «Εγώ σε στέλνω να πάρεις παράδες, να φάμε ψωμί, και συ φέρνεις σκυλιά και γάτες και φίδια!» Τότες αυτός τσ' είπε: «Ας είναι, μάνα, κάτι θα μας 'φελέσουν κι αυτά!»
Υστερα το φίδι του είπε: «Να με πας στη μάνα μου και στον πατέρα μου και να μην πάρεις μήτε γρόσια μήτε φλουριά, μοναχά μια βούλα να χαλέψεις, οπ' έχει ο πατέρας μου στο χέρι του, κι απ' αυτή θα ιδείς μεγάλο καλό». Τότες αυτός πήγε το φίδι στον πατέρα του και το φίδι είπε του πατέρα του: «Τούτος μ' εγλίτωσ' από το θάνατο». Κι ο πατέρας του φιδιού είπε σ' αυτόν τον άνθρωπο:
«Τι θέλεις να σου δώκω για αυτό το καλό, που ήκαμες του παιδιού μου;» Τότες το παιδί είπε στον πατέρα του φιδιού: «Ούτε γρόσια θέλω, ούτε φλουριά, μοναχά τη βούλα θέλω, οπ' έχεις στο χέρι σου». Τότες είπ' ο πατέρας του φιδιού στο παιδί: «Αυτό που μου χάλεψες είναι πολύ μεγάλο, και δε μπορώ να σου το δώκω». Τώρα το φίδι έκαμε πως κυνηγάει το παιδί κι είπε στον πατέρα του: «Επειδής δε θέλεις να δώκεις τη βούλα σ' αυτόν, που μ' εγλίτωσε από το θάνατο, εγώ πάνω πίσω σ' αυτόν, γιατί σ' αυτόν χρωστώ τη ζωή μου». Τότες ο πατέρας του έδωκε τη βούλα στο παιδί και του είπε: «Όντας χρειαστείς τίποτα, να ζήφεις τη βούλα, και θα έρχετ' ένας αράπης, και να τον προστάζεις ό,τι θέλεις να σου κάνει και θα σου το κάνει. Τότες έφυγε το παιδί και πήγε στο σπίτι του. Και του είπ' η μάνα του: «Τι θα φάμε, μάτια μου;» Κι αυτός τσ' είπε: «Σύρε μέσα στην άρκλα και βρίσκεις ψωμί». Τότες η μάνα του του είπε: «Παιδί μου, εγώ ξέρω πως η άρκλα δεν έχει ψωμί και συ μου λες να πάνω να βρω ψωμί». Αυτό τσ' είπε: «Σύρε που σου λέγω εγώ και βρίσκεις». Κι όσο να πάει αυτή στην άρκλα, έζηψε τη βούλα, κι ήρθ' ο αράπης, και του είπε: «Τι ορίζεις, αφέντη;» Το παιδί του είπε: «Θέλω να γιομίσεις την άρκλα ψωμί». Κι όσο να πάει η μάνα του στην άρκλα, την ηύρε γιομάτη ψωμί, και πήρε κι έφαγε. Κι έτσι λοιπόν απερνούσαν μ' αυτήν τη βούλα καλά.
Μια φορά είπε το παιδί της μάνας του: «Μάνα, να πας στο βασιλιά και να του πεις να μου δώσει τη θυγατέρα του γυναίκα». Η μάνα του του είπε: «Σε τι αράδα είμεστ' εμείς, μάτια μου, και να μας δώσ' ο βασιλιάς τη θυγατέρα του;» Και κείνος της είπε: «Να πας χωρίς άλλο!» Κίνησε κι αυτή η καημένη να πάει στο βασιλιά. Καθώς 'μβήκε μέσα, είπε του βασιλιά: «Το παιδί μου θέλει να πάρει τη θυγατέρα σου γυναίκα». Τότες τσ' είπ' ο βασιλιάς: «Του τη δίνω, αν είν' άξιο να φκιάκ' ένα παλάτι μεγαλύτερ' απ' το δικό μου». Η γριά σκώθηκε και πήγε στο παιδί της και του είπε όσα τσ' είπ' ο βασιλιάς. Και κείνην τη νύχτα έζηψε τη βούλα κι ίσια φανερώθηκ' ο αράπης και του είπε: «Τι ορίζεις, αφέντη;» Και κείνος του είπε: «Να φκιάκεις ένα σαράγι μεγαλύτερο απ' του βασιλιά». Κι ευτύς ευρέθηκε σ' ένα μεγάλο παλάτι. Τότες έστειλε πάλι τη μάνα του στο βασιλιά και του είπε: «Το παιδί, το σαράγι που το παράγγελες, το 'φκιάσε». Ο βασιλιάς τσ' είπε: «Αν είναι άξιο να φκιάσει τη στράτα απ' το παλάτι του ως το δικό μου με φλουρί, έτσι παίρνει τη θυγατέρα μου γυναίκα».
Τότες η γριά πήγε στο παιδί της και του είπ' όλα αυτά και το παιδί φώναξε τον αράπη και του είπε να φκιάσει το δρόμο όλο με φλουρί. Το πρωί σκώθηκε το παιδί και τον ηύρε φλουρένιο, καθώς επρόσταξ' ο βασιλιάς. Πήγε πάλι η μάνα του στο βασιλιά και του είπε: «Το παιδί μου έκαμε όλα όσα το πρόσταξες». Τότες ο βασιλιάς τσ' είπε να 'τοιμαστεί για το γάμο. Η θυγατέρα του χάρηκε και περικάλεσε τον πατέρα της να τσ' δώσει κι έναν αράπη, να τον στέλνει όπου θέλει. Κι ο πατέρας της τσ' έδωκε. Όντας έκαμαν το γάμο, πήρ' ο γαμβρός τη νύφη, κι έζησαν πολύν καιρό καλά. Υστερα η βασλοπούλα αγάπησε τον αράπη, και τη νύχτα καθώς κοιμόνταν με τον άνδρα της, του πήρε τη
βούλα, κι έφυγε με τον αράπη" και πήγαν στη θάλασσα κι έφκιακαν ένα παλάτι με τη βούλα και ζούσαν μαζί κει κοντά στη θάλασσα. Σαν έφυγ' η βασλοπούλα με τον αράπη, πήγ' η γάτα και σγουτρίβονταν και μιαούριζε και του έλεγε: «Τι έχεις, αφέντη;» «Τι να 'χω, γάτα μου;» της λέει, «τούτο και τούτο έπαθα" τη νύχτα που κοιμόμουν, μου πήρε τη βούλα ο αράπης και τη γυναίκα κι έφυγε». «Τσώπα, αφέντη», του λέει η γάτα, «εγώ θα σου τη φέρω' δώσ' μου το σκυλί, να το καβαλικέψω, και να πάνω να πάρω τη βούλα». Τότες της δίνει το σκυλί, το καβαλικεύει η γάτα και περνάει τη θάλασσα. Κι εκεί που πήγαινε στο δρόμο, βρίσκ' ένα ποντίκι και του λέει: «Αν θέλεις να σου γλιτώσω τη ζωή, να χώσεις την ουρά σου μέσα στη μύτη του αράπη, όντας κοιμάται». Το ποντίκι την έχωσε και τότες ο αράπης φταρμίστηκε και πέφτει η βούλα, που την είχε κρυμμένη στη γλώσσα του. Την αρπάζ' η γάτα και καβαλικεύει το σκυλί. Κι εκεί που έπλεαν στη θάλασσα, λέει το σκυλί της γάτας: «Έτσι να ζήσεις, γάτα, στέκα να δω κι εγώ ψίχα τη βούλα!» «Τι να ιδείς, μωρέ;» Και καθώς πήρε το σκυλί τη βούλα, του πέφτει στη θάλασσα και την αρπάζει ένα ψάρι κι έγινε χιλιοπλούμπιστο. Τότες η γάτα λέει του σκυλιού: «Τι μου 'καμες, λέλε μου! Πώς να πάνω στον αφέντη μου δίχως βούλα; Έλα τώρα, να σε καβαλικέψω!» Και το καβαλίκεψε πάλι και πήγε κει που ήταν αραγμένα τα καράβια. Και σ' εκείνο το καράβι, που κόνεψαν, ο καραβοκύρης είχε πιάσει το ίδιο ψάρι. Η γάτα εσγουτρίβονταν και μιαούριζε πάλι, κι ο καραβοκύρης είπε: «Μωρέ, τι καλή γάτα που μας ήρθε' βράδυ θα πάνω στο σπίτι, να φκιάσω τούτο το ψάρι, και θα της ρίξω τ' άντερα, να τα φάει».
Εκεί που καθάριζε το ψάρι και τσ' έριχνε τ'άντερα, πέφτ' η βούλα και την αρπάζ5 η γάτα" καβαλικεύει το σκυλί, και πάει στον αφεντικό της. Σαν πήγ' η γάτα κι είδε τον αφεντικό της χολιασμένο, μιαούριζε «μάου, μάου». Κι ο αφέντης σαν την είδε: «Την έφερες, μωρ' γάτα», της λέει, «τη βούλα;» «Την έφερα, αφέντη», του λέει, «μόνε να σκοτώσεις το σκυλί, γιατί την έριξε στη θάλασσα κι έπαθα τόσα κακά, όσο να την εύρω πάλι», και του διηγήθηκε όλα όσα έπαθε. Τότε αυτός πήρε το τουφέκι να το σκοτώσει, μόν' η γάτα πάλι τον εμπόδισε και του είπε: «Άφσε το τώρα, γιατ' εφάγαμε τόσον καιρό μαζί ψωμί. Και τότες αυτός το άφησε. Υστερα πήρε τη βούλα και την έζηψε, κι έρχεται ο αράπης και του λέει: «Τι προστάζεις, αφέντη;» «Τώρα να φέρεις το σαράγι, που 'ναι στη θάλασσα, εδώ», του λέει. Αμέσως ο αράπης το έφερε. Το παιδί 'μβήκε μέσα, βρίσκει τον αράπη, που κοιμόνταν με τη βασλοπούλα, και τον σκότωσε. Υστερα πήρε τη γυναίκα του κι έζησαν όλη τη ζωή τους καλά.
Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου
Πηγή: http://fidodendro.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου