Από τον Περικλή Κοσμόπουλο
Η φανταστική σκηνή που μόλις διαβάσατε και τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το 100.000 π. Χ., είναι προσπάθεια να αποδοθεί συνοπτικά μια διαδικασία εξέλιξης που διήρκεσε εκατομμύρια χρόνια. Πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, στη Γη δημιουργήθηκαν οι ήπειροι, όπως είναι σήμερα, το θερμότερο κλίμα ευνόησε την ανάπτυξη δασών και μέσα σε αυτά, τα θηλαστικά αναπαράγονταν πιο εύκολα από πριν, αφού δεν υπήρχαν πια οι δεινόσαυροι. Κάποια από αυτά τα θηλαστικά, που είχαν μέγεθος ποντικού, εξελίχθηκαν σε μεγαλύτερα. Αυτό που τα έκανε να διαφοροποιούνται από τα άλλα ζώα (ερπετά και πτηνά), εκτός από το ότι θήλαζαν τα νεογνά τους, ήταν ότι είχαν αναπτύξει μηχανισμούς για να διατηρούν σταθερή την θερμοκρασία τους, μη βασιζόμενα μόνον στον ήλιο, αλλά και στην τροφή και την εφίδρωση. Με την εφίδρωση κατάφεραν να παρατείνουν την φυσική τους δραστηριότητα για περισσότερο χρόνο και σε συνθήκες υψηλότερης θερμοκρασίας. Ταυτόχρονα, για να συμπληρώσουν την απώλεια των σωματικών υγρών, έπρεπε να δραστηριοποιούνται σε περιοχή όπου υπήρχε πόσιμο νερό. Αυτοί λοιπόν οι 4 παράγοντες, κλίμα, τροφή, εφίδρωση και νερό, συνέβαλαν στην εξέλιξη των θηλαστικών. Τα πιο πολλά από αυτά προσαρμόστηκαν να ζουν στην ξηρά, στην οποία κινούνται χάρη στις πολλαπλές αρθρώσεις τους.
Από τον τρόπο της κίνησής τους διακρίνονται: σε αυτά που κινούνταν με τα πέλματα (Πελματοβάμονα) και σε αυτά που στηρίζονται στα δάκτυλά τους (Δακτυλοβάμονα). Ένα άλλο ενδιαφέρον μορφολογικό στοιχείο είναι τα δόντια τους, που ανάλογα με το είδος τροφής που καταναλώνουν, τυποποιούνται σε κοπτήρες, κυνόδοντες και γομφίους.
Οι κοπτήρες χρησιμοποιούνται για να κόβουν και να τεμαχίζουν την τροφή, οι κυνόδοντες, που είναι ιδιαίτερα μεγάλοι, για να προκαλούν τραύματα και να αποσπούν μεγάλες ποσότητες κρέατος και οι γομφίοι για να αλέθουν την τροφή. Ο αριθμός των δοντιών, το μέγεθος και το σχήμα τους, καθώς επίσης ο τρόπος στήριξης και κίνησης των ποδιών, είναι ανεκτίμητες ενδείξεις για τον μελετητή, ο οποίος, εξετάζοντάς τα μπορεί να μιλήσει ή όχι για την τροφή του ζώου αλλά έμμεσα για τον τρόπο ζωής, τον χαρακτήρα και την καταγωγή του.
Τα τρία θηλαστικά που υπάρχουν στην φανταστική μας ιστορία, ο ίππος, ο σκύλος και ο άνθρωπος, αποτελούν στόχο μελέτης και πιστεύουμε ότι η μορφολογία, ο χαρακτήρας και η εξέλιξή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή και παράλληλη πορεία που ακολουθούν μέχρι σήμερα.
Το πρώτο από τα τρία θηλαστικά ανήκει στην οικογένεια Ιππίδες και είναι περιττοδάκτυλο (1, 3, 5). Το σημερινό άλογο είναι δακτυλοβάμον μονοδάκτυλο ζώο, αφού τα υπόλοιπα δάκτυλα έχουν ατροφήσει. Τα δόντια του είναι άριστα προσαρμοσμένα στην τροφή, που είναι κυρίως χόρτα και αποτελούνται από ανεπτυγμένους κοπτήρες, ενώ οι προγόμφιοι και οι γομφίοι είναι σχεδόν όμοιοι και οι κυνόδοντες απουσιάζουν ή έχουν ατροφήσει.
Οι πρωτόγονοι Ιππίδες αποτελούσαν πάντοτε την κυρίως τροφή των σαρκοφάγων, γιʼ αυτό και εξελίχθηκαν με το να αυξήσουν την ταχύτητά τους (μονοδάκτυλα), άλλαξαν τροφή από φύλλα των θάμνων του δάσους σε χορτάρι ανοιχτών πεδιάδων, όπου υπήρχε έγκαιρη προειδοποίηση κινδύνου, αλλά και δυνατότητα διαφυγής. Ταυτόχρονα μετατράπηκαν σε αγελαία ζώα, για την καλύτερη προστασία τους, γιʼ αυτό και το σημερινό άλογο είναι κατʼ εξοχήν κοινωνικό ζώο.
Πριν 38.000.000 χρόνια, κατά την διάρκεια της Ηώκαινης εποχής, εμφανίζονται 50 περίπου ζώα που έμοιαζαν με σκύλους. Αν και ποικίλανε σε μέγεθος η εμφάνισή τους χαρακτηριζόταν από κυνοειδή χαρακτηριστικά, δυνατά πόδια που κατέληγαν σε δάκτυλα, εξοπλισμένα με γαμψά δυνατά νύχια. Οι Μυακίδες. Ζώα και σαρκοφάγα, που κυριαρχούν στον ρόλο του κυνηγού στα δένδρα, κάτω από το έδαφος, αλλά κυρίως επάνω σε αυτό. Και παρά την ύπαρξη ενός ισχυρού ανταγωνιστή, του Κρέοντα, επικρατούν, αφού αντίθετα από αυτόν που είναι αποκλειστικά σαρκοφάγος, ο Μυακίδης είναι παμφάγος και μπορεί να τραφεί από πολλές πηγές πρωτεϊνών. Η εξέλιξή του μάλιστα, χαρακτηρίζεται από μία «ανορθόδοξη» ικανότητα προσαρμογής, σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει.
Το πώς το τρίτο θηλαστικό της ιστορίας μας εξελίχθηκε από τον πιθηκάνθρωπο στον σημερινό Homo Sapiens Sapiens, είναι λίγο-πολύ γνωστό. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον και πρέπει να αναφερθεί είναι το γιατί επικράτησε των άλλων θηλαστικών. Σίγουρα καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη του εγκεφάλου του, η οποία όμως ήταν αποτέλεσμα των δυνατοτήτων των συνεχώς εξελισσόμενων τεσσάρων άκρων. Τα δάκτυλα των ποδιών του εξασφάλισαν σταθερότητα στην ασταθή ισορροπία της όρθιας δίποδης στήριξης και του επέτρεψαν να διατηρεί μικρές ταχύτητες για μεγάλες αποστάσεις (κανένα άλλο θηλαστικό δεν μπορεί να τρέξει Μαραθώνιο, δηλαδή, 42 χιλιόμετρα). Τα δάκτυλα των χεριών του εξασφάλισαν γερή λαβή, αλλά και δεξιότητα, που του επέτρεψε να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία. Αυτές οι δύο μορφολογικές ιδιαιτερότητες, σε συνδυασμό με τον μηνιαίο αναπαραγωγικό κύκλο του θηλυκού, είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζει μεγάλες αγέλες (κοινωνίες - έθνη), είναι αυτά που ανέπτυξαν τον εγκέφαλό του και τον κατέστησαν κυρίαρχο ον αυτού του πλανήτη.
Η εξέλιξη των άκρων των τριών θηλαστικών της ιστορίας μας, αποδίδει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση το πέρασμά τους στον χρόνο από τον κοινό πρόγονό τους πριν από 100.000.000 χρόνια μέχρι σήμερα.
Το πότε ο άνθρωπος άρχισε να διαχειρίζεται τον σκύλο και το άλογο, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αυτή η σχέση διακυμάνθηκε ανάλογα με την γνώση του ανθρώπου για το περιβάλλον, δηλαδή, τον πολιτισμό του. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα δύο άλλα ζώα θεωρήθηκαν πρόξενοι κακών, κακοποιήθηκαν, καθώς επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που λατρεύτηκαν ή θεοποιήθηκαν. Το αντιφατικό σʼ αυτή τη συμβίωση, κατά την διάρκεια του χρόνου, είναι ότι ο άνθρωπος είναι πλέον αυτός που πρέπει να φροντίζει για την διατροφή των «κτηνών» του (από το ρήμα κτάομαι = έχω στην ιδιοκτησία μου) και μέσα από αυτήν να προκαλεί τεράστιες γενετικές και μορφολογικές αλλαγές, που στην φύση θα χρειαζότανε εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν. Έτσι το άλογο κατάληξε να γίνει ένα θηλαστικό που από πλευράς «μεγέθους» μπορούσε να τρέχει μόνον σε έναν ορισμένο χώρο (ιππόδρομος-ιππικοί αγώνες) και τις άλλες ώρες να σταυλίζεται. Όσον αφορά τον σκύλο, τώρα, η εξέλιξή του ήταν ποικίλη, αφού στις αναπτυγμένες κυνολογικά κοινωνίες μπορούσε απλά να υπάρχει ως «εργαλείο» ή για να καλύπτει την ματαιοδοξία του ιδιοκτήτη, στις δε υποανάπτυκτες κυνολογικά αφέθηκε στην τύχη του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα αδέσποτα. Ποιο είναι το μέλλον αυτής της σχέσης από εδώ και πέρα; Σʼ αυτό το ερώτημα το άρθρο αδυνατεί να δώσει απάντηση. Ίσως είναι απλά ζήτημα γνώσης και απάντησης αν εμείς οι άνθρωποι θέλουμε να συνυπάρχουμε με άλλα όντα στον πλανήτη ή να είμαστε μόνοι μας.
Πηγή.
Το άρθρο γράφτηκε για ξένες δημοσιεύσεις και το περιοδικό ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2000.
Από τον τρόπο της κίνησής τους διακρίνονται: σε αυτά που κινούνταν με τα πέλματα (Πελματοβάμονα) και σε αυτά που στηρίζονται στα δάκτυλά τους (Δακτυλοβάμονα). Ένα άλλο ενδιαφέρον μορφολογικό στοιχείο είναι τα δόντια τους, που ανάλογα με το είδος τροφής που καταναλώνουν, τυποποιούνται σε κοπτήρες, κυνόδοντες και γομφίους.
Οι κοπτήρες χρησιμοποιούνται για να κόβουν και να τεμαχίζουν την τροφή, οι κυνόδοντες, που είναι ιδιαίτερα μεγάλοι, για να προκαλούν τραύματα και να αποσπούν μεγάλες ποσότητες κρέατος και οι γομφίοι για να αλέθουν την τροφή. Ο αριθμός των δοντιών, το μέγεθος και το σχήμα τους, καθώς επίσης ο τρόπος στήριξης και κίνησης των ποδιών, είναι ανεκτίμητες ενδείξεις για τον μελετητή, ο οποίος, εξετάζοντάς τα μπορεί να μιλήσει ή όχι για την τροφή του ζώου αλλά έμμεσα για τον τρόπο ζωής, τον χαρακτήρα και την καταγωγή του.
Τα τρία θηλαστικά που υπάρχουν στην φανταστική μας ιστορία, ο ίππος, ο σκύλος και ο άνθρωπος, αποτελούν στόχο μελέτης και πιστεύουμε ότι η μορφολογία, ο χαρακτήρας και η εξέλιξή τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή και παράλληλη πορεία που ακολουθούν μέχρι σήμερα.
Το πρώτο από τα τρία θηλαστικά ανήκει στην οικογένεια Ιππίδες και είναι περιττοδάκτυλο (1, 3, 5). Το σημερινό άλογο είναι δακτυλοβάμον μονοδάκτυλο ζώο, αφού τα υπόλοιπα δάκτυλα έχουν ατροφήσει. Τα δόντια του είναι άριστα προσαρμοσμένα στην τροφή, που είναι κυρίως χόρτα και αποτελούνται από ανεπτυγμένους κοπτήρες, ενώ οι προγόμφιοι και οι γομφίοι είναι σχεδόν όμοιοι και οι κυνόδοντες απουσιάζουν ή έχουν ατροφήσει.
Οι πρωτόγονοι Ιππίδες αποτελούσαν πάντοτε την κυρίως τροφή των σαρκοφάγων, γιʼ αυτό και εξελίχθηκαν με το να αυξήσουν την ταχύτητά τους (μονοδάκτυλα), άλλαξαν τροφή από φύλλα των θάμνων του δάσους σε χορτάρι ανοιχτών πεδιάδων, όπου υπήρχε έγκαιρη προειδοποίηση κινδύνου, αλλά και δυνατότητα διαφυγής. Ταυτόχρονα μετατράπηκαν σε αγελαία ζώα, για την καλύτερη προστασία τους, γιʼ αυτό και το σημερινό άλογο είναι κατʼ εξοχήν κοινωνικό ζώο.
Πριν 38.000.000 χρόνια, κατά την διάρκεια της Ηώκαινης εποχής, εμφανίζονται 50 περίπου ζώα που έμοιαζαν με σκύλους. Αν και ποικίλανε σε μέγεθος η εμφάνισή τους χαρακτηριζόταν από κυνοειδή χαρακτηριστικά, δυνατά πόδια που κατέληγαν σε δάκτυλα, εξοπλισμένα με γαμψά δυνατά νύχια. Οι Μυακίδες. Ζώα και σαρκοφάγα, που κυριαρχούν στον ρόλο του κυνηγού στα δένδρα, κάτω από το έδαφος, αλλά κυρίως επάνω σε αυτό. Και παρά την ύπαρξη ενός ισχυρού ανταγωνιστή, του Κρέοντα, επικρατούν, αφού αντίθετα από αυτόν που είναι αποκλειστικά σαρκοφάγος, ο Μυακίδης είναι παμφάγος και μπορεί να τραφεί από πολλές πηγές πρωτεϊνών. Η εξέλιξή του μάλιστα, χαρακτηρίζεται από μία «ανορθόδοξη» ικανότητα προσαρμογής, σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει.
Το πώς το τρίτο θηλαστικό της ιστορίας μας εξελίχθηκε από τον πιθηκάνθρωπο στον σημερινό Homo Sapiens Sapiens, είναι λίγο-πολύ γνωστό. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον και πρέπει να αναφερθεί είναι το γιατί επικράτησε των άλλων θηλαστικών. Σίγουρα καθοριστικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη του εγκεφάλου του, η οποία όμως ήταν αποτέλεσμα των δυνατοτήτων των συνεχώς εξελισσόμενων τεσσάρων άκρων. Τα δάκτυλα των ποδιών του εξασφάλισαν σταθερότητα στην ασταθή ισορροπία της όρθιας δίποδης στήριξης και του επέτρεψαν να διατηρεί μικρές ταχύτητες για μεγάλες αποστάσεις (κανένα άλλο θηλαστικό δεν μπορεί να τρέξει Μαραθώνιο, δηλαδή, 42 χιλιόμετρα). Τα δάκτυλα των χεριών του εξασφάλισαν γερή λαβή, αλλά και δεξιότητα, που του επέτρεψε να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία. Αυτές οι δύο μορφολογικές ιδιαιτερότητες, σε συνδυασμό με τον μηνιαίο αναπαραγωγικό κύκλο του θηλυκού, είχαν σαν αποτέλεσμα να σχηματίζει μεγάλες αγέλες (κοινωνίες - έθνη), είναι αυτά που ανέπτυξαν τον εγκέφαλό του και τον κατέστησαν κυρίαρχο ον αυτού του πλανήτη.
Η εξέλιξη των άκρων των τριών θηλαστικών της ιστορίας μας, αποδίδει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση το πέρασμά τους στον χρόνο από τον κοινό πρόγονό τους πριν από 100.000.000 χρόνια μέχρι σήμερα.
Το πότε ο άνθρωπος άρχισε να διαχειρίζεται τον σκύλο και το άλογο, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αυτή η σχέση διακυμάνθηκε ανάλογα με την γνώση του ανθρώπου για το περιβάλλον, δηλαδή, τον πολιτισμό του. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα δύο άλλα ζώα θεωρήθηκαν πρόξενοι κακών, κακοποιήθηκαν, καθώς επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που λατρεύτηκαν ή θεοποιήθηκαν. Το αντιφατικό σʼ αυτή τη συμβίωση, κατά την διάρκεια του χρόνου, είναι ότι ο άνθρωπος είναι πλέον αυτός που πρέπει να φροντίζει για την διατροφή των «κτηνών» του (από το ρήμα κτάομαι = έχω στην ιδιοκτησία μου) και μέσα από αυτήν να προκαλεί τεράστιες γενετικές και μορφολογικές αλλαγές, που στην φύση θα χρειαζότανε εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν. Έτσι το άλογο κατάληξε να γίνει ένα θηλαστικό που από πλευράς «μεγέθους» μπορούσε να τρέχει μόνον σε έναν ορισμένο χώρο (ιππόδρομος-ιππικοί αγώνες) και τις άλλες ώρες να σταυλίζεται. Όσον αφορά τον σκύλο, τώρα, η εξέλιξή του ήταν ποικίλη, αφού στις αναπτυγμένες κυνολογικά κοινωνίες μπορούσε απλά να υπάρχει ως «εργαλείο» ή για να καλύπτει την ματαιοδοξία του ιδιοκτήτη, στις δε υποανάπτυκτες κυνολογικά αφέθηκε στην τύχη του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα αδέσποτα. Ποιο είναι το μέλλον αυτής της σχέσης από εδώ και πέρα; Σʼ αυτό το ερώτημα το άρθρο αδυνατεί να δώσει απάντηση. Ίσως είναι απλά ζήτημα γνώσης και απάντησης αν εμείς οι άνθρωποι θέλουμε να συνυπάρχουμε με άλλα όντα στον πλανήτη ή να είμαστε μόνοι μας.
Πηγή.
Το άρθρο γράφτηκε για ξένες δημοσιεύσεις και το περιοδικό ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2000.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου