Μία όμορφη ιστορία του Paulo Coelho
Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο. Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο...
έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα. Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα!
– Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
– Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο παράδεισος!
– Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε.
– Μπορείτε, κύριε, να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός. Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα… Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μαλλόν κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ!
- O Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μού είπε ότι εκείνος ήταν ο Παράδεισος.
- Εκείνος δεν ήταν ο παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμιά περίπτωση, αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…
Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου φίλους ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες. Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ.
Διότι: Το να κάνεις ένα φίλο είναι ευλογία, το να έχεις ένα φίλο είναι δώρο, το να κρατήσεις ένα φίλο είναι αρετή, το να είναι κάποιος φίλος σου… είναι τιμή!!!
Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο. Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο...
έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα. Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι. Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα!
– Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας.
– Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο παράδεισος!
– Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε.
– Μπορείτε, κύριε, να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.
Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός. Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα… Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μαλλόν κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ!
- O Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μού είπε ότι εκείνος ήταν ο Παράδεισος.
- Εκείνος δεν ήταν ο παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.
Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμιά περίπτωση, αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…
Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου φίλους ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες. Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ.
Διότι: Το να κάνεις ένα φίλο είναι ευλογία, το να έχεις ένα φίλο είναι δώρο, το να κρατήσεις ένα φίλο είναι αρετή, το να είναι κάποιος φίλος σου… είναι τιμή!!!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου