Στο στρατόπεδο έχουμε μαζέψει πολλά σκυλιά. Οι σκλάβοι τα κουβάλησαν απόξω, απ' τα χωράφια που δουλεύαν. Είναι μια τρυφερότητα μες στην τραχιά ζωή τους. Τα πιο πολλά είναι αχαμνά- τρων ό,τι περισσεύει. Έχω κ' εγώ ένα. Ένα κοπρόσκυλο. Το λέμε Ναβουχοδονόσορ. Γιατί; Έτσι. Γιατί εγώ είμαι το ''Νούμερο 31328'';
Πολλοί κάθουνται με υπομονή μες στον ήλιο και τα ψειρίζουν, να σκοτώσουν την ώρα. Βγάζουν τα τσιμούρια τους, πλένουν τα μάτια τους με φτύμα. Τέλος, βαριούνται και σηκώνουνται. Σηκώνεται και το σκυλί. Αρχίζουν να βηματίζουν, από πάνω ως κάτω, στον ήλιο, μια φορά, δύο φορές, τρεις φορές.
Το σκυλί ακολουθά. Ύστερα ο άνθρωπος βαριέται. Στέκεται. Εκεί δίπλα στα συρματοπλέγματα. Το σκυλί τον κοιτάζει μιά- ύστερα στέκεται κι αυτό χωρίς άλλη διατύπωση.
Στα συρματοπλέγματα πάντα υπάρχει πελατεία. Σα βαρεθούν να περπατούν οι σκλάβοι παν και κολνούν πάνω τους. Μένουν με τα μάτια στυλωμένα όξω πολλές ώρες. Πολύ σπάνια αλλάζουν μια κουβέντα. Κοφτά, ξερή. Κοιτάζουν στο βάθος. Κοιτάζουν. Σα να ψάχνουν.
Ένα μικρό σύννεφο ακουμπά πάνου στο σταχτή Σίπυλο. Σε λίγο έχει μεγαλώσει, κι όσο πάει ξαπλώνεται. Είναι μια προσπάθεια αποφασιστική και σίγουρη.
-Σε λίγο δε θα 'ναι, μουρμουρίζει ένας.
-Ναι, θα φύγη.
Τα μάτια γυρίζουν για κάπου αλλού. Ένα χρωματιστό λουλούδι έχει φυτρώσει εκεί κάπου. Τα χέρια, ακουμπισμένα πάνου στα σύρματα, κλειδώνουν να ματώσουν, σφίγγουνται νευρικά, με οργή. (Κάποτε σα δε θα είμαι πια, μονάχα η μητέρα μου να 'ρθη να με κλάψη. Μη κοτήσουν και μου φέρουν ανθύλλια και τα λοιπά-θα βρυκολακιάσω, κι αν δεν τους αλλάξω τα χασεδένια να μη με πουν Ηλία.)
Η ώρα πέρασε. Ο σκύλος αποκάτου γλείφει τα ποδάρια, τραβά με τα δόντια αλαφριά το τσουβάλι που παριστάνει παντελόνι.
-Τι είναι βρε;
Ο σκύλος θέλει να πη: ''Φτάνει πια, πάμε κατά τον ίσκιο.''
Τότες τα χέρια τον αρπούν νευρικά. Τον πετούν όξω απ' τα σύρματα. Τα μάτια προσέχουν με πίκα αυτό το λεύτερο τίναγμα-ένα τσουπ, τελείωσε, λεύτερος!
Το σκυλί αναρωτιέται: '' Τώρα;...''
Με τα χέρια του δείχνουμε να κάμη βόλτα και να 'ρθη απ' την πόρτα. Ύστερα πάλι τα μάτια στυλώνουνται στο βάθος και ψάχνουν.....
Η διαταγή είναι πως κανένας δε θα πάρη σκυλί μαζί του.
Τι έκανε, λέει; Και ο ''Ναβουχοδονόσορ''; Σκίζω ένα τσουβάλι και το κάνω σακίδιο. Χώνω μέσα το μικρό σκυλί, το σκεπάζω με ψωμιά και παλιόπανα. Το ζο καταλαβαίνει πωςκάτι τρέχει, και δεν κουνιέται.
Πρωί. Βγαίνουμε όξω απ' τα σύρματα για το ταξίδι.
Ένας σκοπός κάθεται πίσω στην πόρτα και διώχνει τα μαντρόσκυλα, μη μας ακολουθήσουν.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη ''το νούμερο 31328 Το βιβλίο της σκλαβιάς''
Πολλοί κάθουνται με υπομονή μες στον ήλιο και τα ψειρίζουν, να σκοτώσουν την ώρα. Βγάζουν τα τσιμούρια τους, πλένουν τα μάτια τους με φτύμα. Τέλος, βαριούνται και σηκώνουνται. Σηκώνεται και το σκυλί. Αρχίζουν να βηματίζουν, από πάνω ως κάτω, στον ήλιο, μια φορά, δύο φορές, τρεις φορές.
Το σκυλί ακολουθά. Ύστερα ο άνθρωπος βαριέται. Στέκεται. Εκεί δίπλα στα συρματοπλέγματα. Το σκυλί τον κοιτάζει μιά- ύστερα στέκεται κι αυτό χωρίς άλλη διατύπωση.
Στα συρματοπλέγματα πάντα υπάρχει πελατεία. Σα βαρεθούν να περπατούν οι σκλάβοι παν και κολνούν πάνω τους. Μένουν με τα μάτια στυλωμένα όξω πολλές ώρες. Πολύ σπάνια αλλάζουν μια κουβέντα. Κοφτά, ξερή. Κοιτάζουν στο βάθος. Κοιτάζουν. Σα να ψάχνουν.
Ένα μικρό σύννεφο ακουμπά πάνου στο σταχτή Σίπυλο. Σε λίγο έχει μεγαλώσει, κι όσο πάει ξαπλώνεται. Είναι μια προσπάθεια αποφασιστική και σίγουρη.
-Σε λίγο δε θα 'ναι, μουρμουρίζει ένας.
-Ναι, θα φύγη.
Τα μάτια γυρίζουν για κάπου αλλού. Ένα χρωματιστό λουλούδι έχει φυτρώσει εκεί κάπου. Τα χέρια, ακουμπισμένα πάνου στα σύρματα, κλειδώνουν να ματώσουν, σφίγγουνται νευρικά, με οργή. (Κάποτε σα δε θα είμαι πια, μονάχα η μητέρα μου να 'ρθη να με κλάψη. Μη κοτήσουν και μου φέρουν ανθύλλια και τα λοιπά-θα βρυκολακιάσω, κι αν δεν τους αλλάξω τα χασεδένια να μη με πουν Ηλία.)
Η ώρα πέρασε. Ο σκύλος αποκάτου γλείφει τα ποδάρια, τραβά με τα δόντια αλαφριά το τσουβάλι που παριστάνει παντελόνι.
-Τι είναι βρε;
Ο σκύλος θέλει να πη: ''Φτάνει πια, πάμε κατά τον ίσκιο.''
Τότες τα χέρια τον αρπούν νευρικά. Τον πετούν όξω απ' τα σύρματα. Τα μάτια προσέχουν με πίκα αυτό το λεύτερο τίναγμα-ένα τσουπ, τελείωσε, λεύτερος!
Το σκυλί αναρωτιέται: '' Τώρα;...''
Με τα χέρια του δείχνουμε να κάμη βόλτα και να 'ρθη απ' την πόρτα. Ύστερα πάλι τα μάτια στυλώνουνται στο βάθος και ψάχνουν.....
Η διαταγή είναι πως κανένας δε θα πάρη σκυλί μαζί του.
Τι έκανε, λέει; Και ο ''Ναβουχοδονόσορ''; Σκίζω ένα τσουβάλι και το κάνω σακίδιο. Χώνω μέσα το μικρό σκυλί, το σκεπάζω με ψωμιά και παλιόπανα. Το ζο καταλαβαίνει πωςκάτι τρέχει, και δεν κουνιέται.
Πρωί. Βγαίνουμε όξω απ' τα σύρματα για το ταξίδι.
Ένας σκοπός κάθεται πίσω στην πόρτα και διώχνει τα μαντρόσκυλα, μη μας ακολουθήσουν.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη ''το νούμερο 31328 Το βιβλίο της σκλαβιάς''
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου