Ἕνας ὄνος ἤκουσε τὸν τζίτζικαν νὰ τραγουδῇ καὶ τόσον τοῦ ἤρεσε, ὥστε ἐλησμόνησε τί φωνὴν ἔχει ὁ ἴδιος καὶ ἐνόμισε διὰ τοῦτο, ὅτι ἠμπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θαυμάσιος τραγουδιστής. Μόλις ὅμως ἤρχισε τοὺς ὀγκανισμούς του, τὰ τζιτζίκια ἐσιὼπησαν ἀπὸ φόβον.
—Ἐσιώπησαν νικημένα! εἶπεν ὁ ὄνος.
—Ὅπως σιωποῦν καὶ τὰ ἄλλα πουλιά, ὅταν τὸ ἀηδόνι ἀρχίζῃ νὰ ψάλλῃ, τὸν εἰρωνεύθη μία ἀλεποῦ, ποὺ ἔτυχε νὰ διέρχεται ἐκεῖ κοντά.
Μίαν ἄλλην φορὰν ὁ ἴδιος ὁ ὄνος ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὰ κεραμίδια ἑνὸς μικροῦ οἰκίσκου καὶ ἐχόρευε. Τὰ κεραμίδια ἔσπασαν ὅλα καὶ ὁ νοικοκύρης ἔπιασε τὸν ὄνον καὶ ἤρχισε νὰ τὸν δέρνῃ μὲ μανίαν.
—Διατί μὲ κτυπᾷς; Χθὲς ἀνέβη εἰς τὴν ἰδίαν στέγην τὸ νεογέννητον κατσίκι καὶ σᾶς εἶδα ὅλους ποὺ ἐγελούσατε εὐχαριστημένοι διὰ τὰ πηδήματά του. Ἐγὼ σήμερον ἔκαμα τὸ αὐτό, καὶ σεῖς, ἀντὶ νὰ γελάσετε, ἰδού, ὅτι μὲ δέρνετε. Διατί αὐτὴ ἡ ἀδικία;
Μίαν ὅμως φορὰν ὁ ὄνος ἐφάνη πολὺ ἔξυπνος. Ἦτο μόνος μακρὰν εἰς ἕνα λιβάδι. Ἐκεῖ παρουσιάσθη ἕνας λύκος καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν ὄνον. Ὁ δυστυχὴς κατέφυγεν εἰς τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Μόλις εἶδε τὸν λύκον, ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται, ὅτι κουτσαίνει καὶ εἶπε πρὸς τὸν λύκον:
—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!
Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.
Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:
—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.
—Ἐσιώπησαν νικημένα! εἶπεν ὁ ὄνος.
—Ὅπως σιωποῦν καὶ τὰ ἄλλα πουλιά, ὅταν τὸ ἀηδόνι ἀρχίζῃ νὰ ψάλλῃ, τὸν εἰρωνεύθη μία ἀλεποῦ, ποὺ ἔτυχε νὰ διέρχεται ἐκεῖ κοντά.
Μίαν ἄλλην φορὰν ὁ ἴδιος ὁ ὄνος ἀνέβη ἐπάνω εἰς τὰ κεραμίδια ἑνὸς μικροῦ οἰκίσκου καὶ ἐχόρευε. Τὰ κεραμίδια ἔσπασαν ὅλα καὶ ὁ νοικοκύρης ἔπιασε τὸν ὄνον καὶ ἤρχισε νὰ τὸν δέρνῃ μὲ μανίαν.
—Διατί μὲ κτυπᾷς; Χθὲς ἀνέβη εἰς τὴν ἰδίαν στέγην τὸ νεογέννητον κατσίκι καὶ σᾶς εἶδα ὅλους ποὺ ἐγελούσατε εὐχαριστημένοι διὰ τὰ πηδήματά του. Ἐγὼ σήμερον ἔκαμα τὸ αὐτό, καὶ σεῖς, ἀντὶ νὰ γελάσετε, ἰδού, ὅτι μὲ δέρνετε. Διατί αὐτὴ ἡ ἀδικία;
Μίαν ὅμως φορὰν ὁ ὄνος ἐφάνη πολὺ ἔξυπνος. Ἦτο μόνος μακρὰν εἰς ἕνα λιβάδι. Ἐκεῖ παρουσιάσθη ἕνας λύκος καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ τὸν ὄνον. Ὁ δυστυχὴς κατέφυγεν εἰς τὸ ἑξῆς τέχνασμα. Μόλις εἶδε τὸν λύκον, ἤρχισε νὰ ὑποκρίνεται, ὅτι κουτσαίνει καὶ εἶπε πρὸς τὸν λύκον:
—Τὸ γνωρίζω, ὅτι θὰ μὲ φάγῃς. Προηγουμένως ὅμως μίαν χάριν σοῦ ζητῶ. Ἔχω πατήσει ἕνα μεγάλο ἀγκάθι μὲ τὸ δεξιὸν πισινὸν πόδι μου. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με καὶ βγάλε το διὰ νὰ μὴν πονῶ τώρα καὶ κατόπιν μὲ τρώγεις μὲ τὴν ἡσυχίαν σου. Μὴ μοῦ ἀρνηθῇς, σὲ παρακαλῶ, αὐτὴν τὴν χάριν, εἶσαι τόσον καλός!
Ὁ λύκος ἐπίστευσε καὶ ἐδέχθη μὲ προθυμίαν. Ὁ ὄνος ἐσήκωσε τότε καὶ ἐμάζευσεν ὀλίγον τὸ πόδι του, ὁ δὲ λύκος ἐπῆγεν ὀπίσω καὶ ἀνύποπτος ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον. Τότε, εἰς στιγμὴν κατάλληλον, ὁ ὄνος ἔδωσε μίαν τόσον δυνατὴν κλωτσιὰν εἰς τὸν λύκον, ὥστε τὸν ἐτραυμάτισεν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τοῦ κατέστρεψε καὶ τὰς δύο σιαγόνας.
Πονῶν καὶ κλαίων ὁ λύκος ἔφυγε πρὸς τὴν φωλεάν του. Καθ’ ὁδὸν ἔλεγεν:
—Καλὰ νὰ τὰ πάθω, διότι δὲν ἤμην εὐχαριστημένος μὲ ὅσα εἶχα, ἀλλὰ ἠθέλησα νὰ γίνω καὶ κτηνίατρος.
Δημοσιεύθηκε στο Αναγνωστικό Γ' Δημοτικού το 1978
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου