''Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμία προσοχή σ’ αυτόν. Για να την πάρει λοιπόν, τι κάνει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω από το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: «Μήλα, μήλα καλά!» Εκείνη δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: «Πόσο τα δίνεις τα μήλα;» «Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί», λέει αυτός. «Καλά, έλα να τ’ αγοράσομε μεις», του λέει η νέα.
Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Αλλά κει που έκανε ν’ αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθισε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπειρί σπειρί. Η νέα είδε αυτήν την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι το κεχρί, και να του δώσουν άλλο σοινίκι. Εκείνος όμως δεν εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι θα το μαζέψει. Κι εμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρακάλεσε να τον αφήσουν να μείνει τη νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι’ αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη. Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμαρή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά.
Σαν ξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στο νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως εννόησε την παγίδα που της έστησε, και αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε, λοιπόν, να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δυο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: εκείνη έμενε σα βουβή.
Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήταν εμπρός και η νέα, και από τη λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ’ ολίγο να κάψει και τα δάχτυλα της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:
Άι, καημένη! Αν είσαι β’βή και βώκου, δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου.
Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: «Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, και συ μια στιγμή δεν μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;» Ν’ ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε από τις πλεξίδες, αλλ’ εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δυο της απόμειναν, και αυτές είναι η ψαλιδωτή ουρά του χελιδονιού».
Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήταν εμπρός και η νέα, και από τη λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ’ ολίγο να κάψει και τα δάχτυλα της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:
Άι, καημένη! Αν είσαι β’βή και βώκου, δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου.
Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: «Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, και συ μια στιγμή δεν μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;» Ν’ ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε από τις πλεξίδες, αλλ’ εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δυο της απόμειναν, και αυτές είναι η ψαλιδωτή ουρά του χελιδονιού».
Μια παράδοση από τον Στενήμαχο Θράκης, όπως την κατέγραψε ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης (Παραδόσεις τόμος Α' Εργάνη 1965)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου