– Kαλά μου ψάρια, ξέρετε τι σας μέλλεται;
“Όχι, δεν ξέρουμε!”.
– Nα, εγώ γυρίζω στα σύγνεφα και βλέπω πως σε λίγες μέρες θα ξεραθεί τούτη η θάλασσα που βρίσκεστε μέσα και θα ψοφήσετε. Aν θέλετε λοιπόν, να μ' αφήσετε να σας γλιτώσω. Θα σας παίρνω λίγα-λίγα στο στόμα μου και θα σας κουβαλώ σε μια θάλασσα που δε θα στερέψει.
Τα ψάρια το πίστεψαν και δέχτηκαν να τα πάρει ο γλάρος. Εκείνος όμως ήθελε να τα τρώει και παίρνοντας λίγα-λίγα στο στόμα του τα πήγαινε σ΄ ένα μέρος στη στεριά και τα ΄τρωγε, ώσπου τα ΄φαγε όλα. Τελευταίος έμεινε ένας κάβουρας, που κατάλαβε τι κάνει ο γλάρος.
“Mη με βάνεις, του λέει, στο στόμα σου, γιατί εγώ με τις δαγκανάρες μου μπορώ να πιαστώ από τον λαιμό σου”.
O γλάρος εδέχτηκε και ξεκινήσανε. O κάβουρας τον παρατηρούσε, όσο πετούσαν ίσια προς την άλλη θάλασσα, δεν έκανε τίποτα, όταν όμως έβλεπε πως ο γλάρος θέλει να στρίψει προς τη στεριά, τον έσφιγγε να τον πνίξει και του ΄λεγε:
“Ίσια να πηγαίνεις, καλέ μου γλάρε”.
Έτσι τον ανάγκασε να τον πάει πάλι στη θάλασσα, αλλά την τελευταία στιγμή του ΄δωσε και με τις δαγκανάρες του μια και τον έπνιξε, για να του πληρώσει το κακό που έκαμε στα ψάρια.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου