Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στο δάσος ένας μέρμηγκας κι ένας τζίτζικας. Μια μέρα, καθώς ο μέρμηγκας καθόταν στη φωλιά του, πέρασε από κει ο τζίτζικας κι ήταν πολύ πεινασμένος.
«Καλημέρα», φώναξε ο τζίτζικας «Τι θέλεις;» είπε ο μέρμηγκας, βγάζοντας το κεφάλι από τη φωλιά του. «Πεθαίνω της πείνας», απάντησε ο τζίτζικας, «δεν μου πουλάς λίγο καλαμπόκι;». «Δεν έχω καλαμπόκι για πούλημα!» είπε ο μέρμηγκας κι έκανε να γυρίσει στη φωλιά του. «Έλα τώρα, μέρμηγκα, πούλησέ μου λίγο που είμαι πεινασμένος.» «Να πας αλλού να βρεις», απάντησε ο μέρμηγκας. «Έψαξα κι αλλού, μα δεν υπάρχει πουθενάκι όλος ο κόσμος λέει πως μόνο εσύ έχεις φυλαγμένο.»
«Φυσικά κι έχω εγώ, διότι δούλεψα σκληρά για να το μαζέψω. Εσύ δεν έχεις, γιατί καθόσουνα όλο το μήνα Μάιο», είπε χαιρέκακα ο μέρμηγκας.
«Δεν καθόμουνα!» διαμαρτυρήθηκε ο τζίτζικας, «εγώ υμνούσα το Θεό τον καιρό της ξηρασίας κι αν θες να ξέρεις, δεν είσαι παρά ένας τσιγκούνης!»
«Να πας λοιπόν στο Θεό και να ζητήσεις να σου δώσει φαγητό, αφού τον υμνούσες! Εγώ δεν έχω.» Και λέγοντας αυτά μπαίνει στη φωλιά του.
Φεύγει τότε ο τζίτζικας, πηγαίνει στο Θεό και του λέει:
«Ο μέρμηγκας δε μου πουλάει καλαμπόκι κι εγώ πεθαίνα της πείνας. Τι να κάνω;»
«Μη δίνεις σημασία σ΄αυτό το τσιγκούνη», λέει ο Θεός στον τζίτζικα. «Θα σου δώσω εγώ να φας και δε θα έχεις ανάγκη κανέναν! Βλέπεις αυτό το πικρόδεντρο; Ιδού λοιπόν το φαγητό σου.»
Και λέγοντας αυτά, ο Θεός ανοίγει το στόμα του τζίτζικα και βάζει στη θέση της γλώσσας του ένα ράμφος μακρύ για να μπορεί να ρουφά τους χυμούς από το πικρόδεντρο και να μην ξαναπεινάσει ποτέ, ως και την τελευταία στιγμή της ζωής του, στον κόσμο ετούτο που έπλασε ο Θεός για όλα τα πλάσματά του.
«Καλημέρα», φώναξε ο τζίτζικας «Τι θέλεις;» είπε ο μέρμηγκας, βγάζοντας το κεφάλι από τη φωλιά του. «Πεθαίνω της πείνας», απάντησε ο τζίτζικας, «δεν μου πουλάς λίγο καλαμπόκι;». «Δεν έχω καλαμπόκι για πούλημα!» είπε ο μέρμηγκας κι έκανε να γυρίσει στη φωλιά του. «Έλα τώρα, μέρμηγκα, πούλησέ μου λίγο που είμαι πεινασμένος.» «Να πας αλλού να βρεις», απάντησε ο μέρμηγκας. «Έψαξα κι αλλού, μα δεν υπάρχει πουθενάκι όλος ο κόσμος λέει πως μόνο εσύ έχεις φυλαγμένο.»
«Φυσικά κι έχω εγώ, διότι δούλεψα σκληρά για να το μαζέψω. Εσύ δεν έχεις, γιατί καθόσουνα όλο το μήνα Μάιο», είπε χαιρέκακα ο μέρμηγκας.
«Δεν καθόμουνα!» διαμαρτυρήθηκε ο τζίτζικας, «εγώ υμνούσα το Θεό τον καιρό της ξηρασίας κι αν θες να ξέρεις, δεν είσαι παρά ένας τσιγκούνης!»
«Να πας λοιπόν στο Θεό και να ζητήσεις να σου δώσει φαγητό, αφού τον υμνούσες! Εγώ δεν έχω.» Και λέγοντας αυτά μπαίνει στη φωλιά του.
Φεύγει τότε ο τζίτζικας, πηγαίνει στο Θεό και του λέει:
«Ο μέρμηγκας δε μου πουλάει καλαμπόκι κι εγώ πεθαίνα της πείνας. Τι να κάνω;»
«Μη δίνεις σημασία σ΄αυτό το τσιγκούνη», λέει ο Θεός στον τζίτζικα. «Θα σου δώσω εγώ να φας και δε θα έχεις ανάγκη κανέναν! Βλέπεις αυτό το πικρόδεντρο; Ιδού λοιπόν το φαγητό σου.»
Και λέγοντας αυτά, ο Θεός ανοίγει το στόμα του τζίτζικα και βάζει στη θέση της γλώσσας του ένα ράμφος μακρύ για να μπορεί να ρουφά τους χυμούς από το πικρόδεντρο και να μην ξαναπεινάσει ποτέ, ως και την τελευταία στιγμή της ζωής του, στον κόσμο ετούτο που έπλασε ο Θεός για όλα τα πλάσματά του.
Ο μαύρος μέρμηγκας-παραμύθι του Μεξικού
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου